- επίτομος
- -η, -οεπίρρ. -α που έγινε με επιτομή (βλ. λ.), σύντομος, περιληπτικός, συνοπτικός: Επίτομη ιστορία της Κύπρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπίτομος — cut off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος … Dictionary of Greek
ἐπιτομώτερον — ἐπίτομος cut off masc acc comp sg ἐπίτομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἐπίτομος cut off adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομωτάτων — ἐπίτομος cut off fem gen superl pl ἐπίτομος cut off masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομωτέρων — ἐπίτομος cut off fem gen comp pl ἐπίτομος cut off masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομώτατα — ἐπίτομος cut off adverbial superl ἐπίτομος cut off neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομώτατον — ἐπίτομος cut off masc acc superl sg ἐπίτομος cut off neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτόμως — ἐπίτομος cut off adverbial ἐπίτομος cut off masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτομον — ἐπίτομος cut off masc/fem acc sg ἐπίτομος cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτομωτάτη — ἐπίτομος cut off fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)